φοινικίτης

φοινικίτης
ὁ, Α
κρασί από καρπούς τού δέντρου φοίνικας (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. -ίτης* (πρβλ. μηλ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φοινικίτης — φοινικί̱της , φοινικίτης palm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίτου — φοινικί̱του , φοινικίτης palm masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίτῃ — φοινικί̱τῃ , φοινικίτης palm masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”